παραζάλισμα

παραζάλισμα
το [παραζαλίζω]
1. μεγάλη ενόχληση, παρασκότιση
2. μεγάλη ζάλη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παραζάλισμα — το ζάλισμα, σύγχυση, ταραχή, αλλ. παραζάλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”